- αδιάπταιστος
- ος , ον безошибочный; непогрешимый, безупречный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀδιάπταιστος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάπταιστος — η, ο (Α ἀδιάπταιστος, ον) [διαπταίω] αυτός που δεν υποπίπτει σε λάθη, αλάνθαστος, άψογος, άμεμπτος … Dictionary of Greek
ἀδιαπταίστως — ἀδιάπταιστος adverbial ἀδιάπταιστος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάπταιστον — ἀδιάπταιστος masc/fem acc sg ἀδιάπταιστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)